αψιθιά

αψιθιά
η
1) полынь; 2) абсент

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αψιθιά" в других словарях:

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — η το φυτό αψίνθιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψέντι — (absinthe). Ποτό που προέρχεται από απόσταγμα αλκοόλης που περιέχει και σπέρματα γλυκάνισου και μάραθου και φύλλα α. Το α. είναι πλούσιο σε αλκοόλη (47 67%). Το ποτό αυτό, που παρασκευάζεται παραδοσιακά στην Τσεχία, συνδέθηκε με τους ρομαντικούς… …   Dictionary of Greek

  • αψίνθινος — ἀψίνθινος, ον (Μ) [άψινθος] εκείνος που παρασκευάζεται με αψιθιά …   Dictionary of Greek

  • αψινθία — η και αψίνθιον, το η αψιθιά …   Dictionary of Greek

  • αψινθίτης — ἀψινθίτης, ο (AM) [άψινθος] κρασί στο οποίο προστίθεται αψιθιά …   Dictionary of Greek

  • αψινθιώδης — ἀψινθιώδης, ες (Μ) [αψίνθιον] αυτός που μοιάζει στη γεύση με αψιθιά, ο πικρός …   Dictionary of Greek

  • σέριφο — το / σέριφον, ΝΑ [σέριφος] το γνωστό με τη λόγια ονομασία αψίνθιον το θαλάσσιον φυτό ή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, το είδος Αrtemisia arborescens, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αψιθιά, αψιφιά ή πισιδιά …   Dictionary of Greek

  • αρτεμισία — (artemisia). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων, τα 200 είδη της οποίας είναι ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Η α. διακρίνεται για τα σωληνωτά της ανθίδια. Οι καρποί της είναι συμπιεσμένα αχαίνια. Μερικά είδη α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»